-
1 полевой
επ.1. αγροτικός•-ая дорога αγροτικός δρόμος.
2. (στρατ.) πεδινός, της εκστρατείας•-ая пушка πεδινό πυροβόλο•
-ая артиллерия πεδινό πυροβολικό•
полевой госпиталь ορεινό χειρουργείο•
-ая почта ταχυδρομείο εκστρατειας•
-ая кухня μαγειρείο εκστρατείας.
3. φυσικός• εξοχικός.4. κυνηγετικός.5. αγροτικός, αυτοφυής, άγριος•- ая мята άγρια μίνθη (επιστ.), αγριόδυοσμος (λκ.)
полевая мышь ο αρουραίος.
εκφρ.полевой шпат – είδος ά-στρίου (ορυκτό).